- -άτος
- (AM -ᾱτος)ονοματική κατάληξη της αρχαίας (μεταγενέστερης), μεσαιωνικής και νεοελληνικής περιόδου με αξιόλογη παραγωγική δύναμη. Συγκεκριμένα, κατά τους μεταγενέστερους χρόνους από επίθετα λατινογενούς προελεύσεως σε -ᾱτος (λατ. -ātus) (πρβλ. βαρβάτος < λατ. barbatus) αποσπάστηκε το ληκτικό μόρφημα -ᾱτος, το οποίο με τη σειρά του χρησιμοποιήθηκε ως παραγωγική κατάληξη με μεγάλη επίδοση στη μεσαιωνική και, κυρίως, στη νέα Ελληνικήπρβλ. αρχ. αλυκ-ᾱτοςαρχ.-μσν.κονταράτοςμσν.- νεοελλ.χιονάτος κ.ά. Ειδικότερα, με την κατάληξη -άτος σχηματίζονται κυρίως επίθετα: α) από ουσιαστικά ή επίθεταδηλώνουν ιδιότητα ή γνώρισμα (σύσταση, ουσία, χρώμα, σχήμα) ή άλλο ιδιαίτερο χαρακτηριστικόπρβλ. αρχ.-μσν. κονταρ-άτος, μυρσιν-άτοςμσν.- νεοελλ.μυρωδ-άτοςνεοελλ.αερ-άτος, αγκιστρ-άτος, ασπροδαχτυλ-άτος, καλωσυν-άτος, κεφ-άτος, κρασ-άτος, λοξ-άτος, λουλουδ-άτος, μελ-άτος, μουσ-άτος, ξιδ-άτος, σκουφ-άτος, σπαθ-άτος κ.ά. β) από ρήματαδηλώνουν τρόπο ή ενέργεια τετελεσμένη, ισοδυναμώντας με μετοχή, ιδίως ενεστώτα ή παρακειμένουπρβλ. μσν.-νεοελλ. γεμ-άτος (=γέμων, γεμισμένος)νεοελλ.τρεχ-άτος (=τρέχων), τριζ-άτος, φευγ-άτος, χορτ-άτος κ.ά. Εξάλλου η κατάληξη -άτος χρησιμοποιήθηκε επίσης κατ' επέκταση σε μερικά νεοελληνικά ιδιώματα (Κεφαλληνίας, Ικαρίας κ.ά.), στον σχηματισμό πατρωνυμικών και επωνύμων, λ.χ. Αλεξ-άτος, Ιακωβ-άτος, Καρουσ-άτος, Λιβιερ-άτος, Λορεντζ-άτος, Τζαννετ-άτος κ.λπ. (Σημειώνεται ότι κατά τον παραδοσιακό τονισμό τόσο τα προσηγορικά όσο και τα κύρια ονόματα σε -άτος κανονικά περισπώνται: γεμᾱτος, Παπαδᾱτος).
Dictionary of Greek. 2013.